κλονισμένος

κλονισμένος
η , ο расшатанный;

κλονισμένη υγεία — расшатанное здоровье


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλονισμένος" в других словарях:

  • υπόκλονος — ον, Μ λίγο κλονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλόνος «κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός»] …   Dictionary of Greek

  • κλονίζομαι — κλονίζομαι, κλονίστηκα, κλονισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλονίζω — κλόνισα, κλονίστηκα, κλονισμένος 1. σείω, ταράζω: Ο σεισμός κλόνισε τα σπίτια. 2. κάνω κάποιον να χάσει την πεποίθησή του: Τον κλόνισε το επιχείρημά μου. 3. το μέσ., κλονίζομαι ταλαντεύομαι, κινδυνεύω να πέσω: Η κυβέρνηση κλονίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»